ομόδρομος

ομόδρομος
-η, -ο (ΑΜ ὁμόδρομος, -ον)
αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει μαζί με καποιον άλλο
νεοελλ.
1. βοτ. (για φυλλοταξία) αυτή που ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση
2. (για μοχλό) αυτός στον οποίο η αντίσταση και η δύναμη εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε σχέση με το υπομόχλιο.
επίρρ...
ὁμοδρόμως (Μ)
(για ουράνιο σώμα) στην ίδια τροχιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. πολύ-δρομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁμόδρομος — running the same course with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόδρομον — ὁμόδρομος running the same course with masc/fem acc sg ὁμόδρομος running the same course with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδρόμους — ὁμόδρομος running the same course with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδρόμων — ὁμόδρομος running the same course with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοδρομία — ὁμοδρομία, ἡ (Α) [ομόδρομος] (για ουράνια σώματα) κοινή τροχιά …   Dictionary of Greek

  • ομοδρομώ — ὁμοδρομῶ, έω (Α) [ομόδρομος] 1. διατρέχω την ίδια πορεία με κάποιον 2. συμβαδίζω, συμπορεύομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”